Diclib.com
Διαδικτυακό λεξικό
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي
Κλείσιμο
Κλείσιμο
Λεξικά
Πορτογαλικό-ρωσικό λεξικό
эскадронный
Αναζήτηση
эскадронный
- translation to πορτογαλικά
Εμφάνιση πρόσθετων πληροφοριών για αυτήν τη λέξη...
эскадронный
de esquadrão
Ορισμός
эскадронный
ЭСКАДР'ОННЫЙ
, эскадронная, эскадронное (
воен.
).
1.
прил.
к
эскадрон
. Эскадронный командир. Собраться по-эскадронно (
нареч.
).
2.
в знач.
сущ.
эскадронный, эскадронного,
·муж.
Командир эскадрона (
·разг.
).
Εμφάνιση περισσότερων ορισμών
Παραδείγματα προφοράς από
www.voicecup.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Searching
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για
эскадронный
1. Под свежим впечатлением участник штурма английский
эскадронный
командир Чарлз Фэй писал: "Я не могу поверить, что какое-либо большое бедствие может сломить Россию.
Παραδείγματα από
www.pressmon.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Επικοινωνήστε μαζί μας
INTERFACE LANGUAGE
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي